μάμμη

μάμμη
μάμμη
Grammatical information: f.
Meaning: `mother' (Pherecr., Men., Epicur., AP), `motherbreast' (Arr.), `grandmother' (LXX, pap. Ia, Ph., Plu.).
Compounds: Compp. like μαμμό-θρεπτος `educated by grandmother' (Phryg., Poll.), also Μαμμά̄κυθος m. `mothers-son' (Ar. Ra. 990, prop. "who hides with his mother" [: κεύθω], ᾱ metr. length.).
Derivatives: Hypocoristic (diminutive) derivv.: μαμμία (Ar.), -ίον (Phryn.)- -ίδιον (Plu., Hdt.). Adj. μαμμῳ̃ος, μαμμικός (pap.). Cf. παππία etc. s. πάππα. Denom. verb μαμμάω `suck from mothers(breast)' (Ar. Nu. 383).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Word of child- and nurse-language, from the reduplicated voc. μάμμᾰ (Ar. Byz.), cf. Solmsen Wortforsch. 286. Lallwort with several cognates, e.g. Lat. mamma `mother, nurse, grandmother, motherbreast', NHG Alem. mamme, Lith. mamà, Russ. máma. Further forms in WP. 2, 221 f., Pok. 694, W.-Hofmann, Fraenkel and Vasmer; also Chantraine REGr. 59--60, 243, Risch Mus. Helv. 1, 119. On the geminate Schwyzer 315, on the α-vowel ibd. 339. Cf. μᾶ, μαῖα, μήτηρ, μαστός.
Page in Frisk: 2,168-169

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μάμμη — mother fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάμμῃ — μάμμη mother fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάμμη — η (AM μάμμη και μάμμα, Α και μαμμία, Μ και μάμμου) η γιαγιά μσν. η μαμμή μσν. αρχ. η μητέρα αρχ. ο μαστός τής μητέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής παιδικής γλώσσας. Η ονομ. μάμμη προήλθε πιθ. από την κλητ. μάμμα (που ανάγεται σε IE *ma , ηχομίμηση για την… …   Dictionary of Greek

  • μαμμή — η (Μ μαμμή και μαμμού) η μαία νεοελλ. παροιμ. «επήγε για μαμμή κι έκατσε για λεχώνα» λέγεται σκωπτικά για εκείνους που καθυστερούν να επιστρέψουν από ένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη, με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • μάμμαι — μάμμη mother fem nom/voc pl μάμμᾱͅ , μάμμη mother fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαμμᾶν — μάμμη mother fem gen pl (doric aeolic) μαμμᾶν cry for food fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάμμην — μάμμη mother fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάμμης — μάμμη mother fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαμμικός — (I) ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαία, στη μαμμή 2. το θηλ. ως ουσ. η μαμμική η μαιευτική, το επάγγελμα τής μαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαμμή «μαία». Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Κ. Ρόζιο]. (II) μαμμικός, ή, όν (Α) [μάμμη] 1. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • μαία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Τιτάνα Άτλαντα και της Πληιόνης, από τη σχέση της οποίας με τον Δία γεννήθηκε ο Ερμής. Πολλοί ποιητές έχουν εξυμνήσει την ομορφιά της και τη θεωρούν ως την πιο όμορφη από τις Πλειάδες. Αναφέρεται άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • μαμμόθρεφτος — η, ο (Α μαμμόθρεπτος, ον) αυτός που ανατράφηκε από τη μάμμη, από τη γιαγιά νεοελλ. 1. αυτός που μεγάλωσε με πολλές περιποιήσεις, καλομαθημένος 2. μαλθακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη + θρεφτος (< τρέφω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”